καλοκοίμητος

καλοκοίμητος
-η, -ο
που έχει κοιμηθεί καλά (κυρίως σε ευχή για νεκρούς): Να 'ναι καλοκοίμητος ο μακαρίτης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλοκοίμητος — η, ο (Α καλοκοίμητος, ον) αυτός που έχει κοιμηθεί καλά, δηλ. που είχε καλό θάνατο νεοελλ. ως ευχή για νεκρούς («καλοκοίμητος νά ναι εκεί που βρίσκεται») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”